- πολιτικομανία
- η страсть к политике, помешательство на политике
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολιτικομανία — η Ν η μανία με την πολιτική, το να ασχολείται κάποιος με μεγάλο ζήλο με την πολιτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + μανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Επ. Σταματιάδη] … Dictionary of Greek
πολιτικομανία — η η ιδιότητα του πολιτικομανούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)